- προῤῥήγνυμαι
- προῤ-ῥήγνυμαι, intr., vorher hervorbrechen, hervorplatzen
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
προρρήγνυμαι — Α [ῥήγνυμι] σπάω από πριν ή σπάω προς τα εμπρός … Dictionary of Greek
πρόρρηγμα — ήγματος, τὸ, Α [προρρήγνυμαι] ο υμένας που περικλείει το έμβρυο στην κοιλιά τής μητέρας του … Dictionary of Greek